χαλκοστεφανος

χαλκοστεφανος
    χαλκοστέφανος
    χαλκο-στέφᾰνος
    2
    увенчанный медной кровлей или медным карнизом
    

(τέμενος ap. Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χαλκοστεφανος" в других словарях:

  • χαλκοστέφανος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινο επιστέγασμα («χαλκοστέφανον τέμενος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) + στέφανος (πρβλ. κισσο στέφανος, χρυσο στέφανος)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοστέφανον — χαλκοστέφανος bronze crowned masc/fem acc sg χαλκοστέφανος bronze crowned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»